μαρτυρολογούμενος

μαρτυρολογούμενος
μαρτυρολογούμενος, -η, -ον (Μ)
αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος ως μάρτυρα τού χριστιανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *μαρτυρολογούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”